γνέφος

γνέφος
το см. γνέφι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γνέφος" в других словарях:

  • γνέφος — το το σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νέφος (πρβλ. γνέφω, γνοιάζομαι) …   Dictionary of Greek

  • γνέφι — το το σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γνέφος*] …   Dictionary of Greek

  • γνέφω — και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω) κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ νεύω ή, κατ άλλους …   Dictionary of Greek

  • γνοιάζομαι — νοιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νοιάζομαι, με πιθανή επίδραση τής λ. έγνοια (πρβλ. γνέφος, γνέφω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»